αγρέμιος

αγρέμιος
ἀγρέμιος, -ον (Α)
[ἄγρα]
1. αυτός που πιάστηκε σε κυνήγι
2. το ουδ. ως ουσ. τo αγρέμιον, η άγρα, το κυνήγι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”